Διαβάζοντας προηγουμένως ένα από τα βιβλία με ποιήματα που αγόρασα τις προάλλες, στάθηκα σε έναν στίχο που γέμιζε δυο ολόκληρες σελίδες:
«Όταν ονειρεύεσαι πράγματα που θα ζήσεις
Είναι σα να’χεις πεθάνει.»
Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν κάτι κάνω κατά κόρον, είναι αυτό.
Κι ύστερα χαμογέλασα, γιατί σκέφτηκα τη χθεσινή κουβέντα μας με τον Π. και τον φαντάστηκα να συμφωνεί με τον ποιητή και να μου το λέει με στόμφο.
Εγώ, βέβαια, εννοείται πως διαφωνώ.
Μπορεί να «φταίει» κι ο μπαμπάς μου, που με έμαθε από μικρή πως όταν πάψεις να ονειρεύεσαι, πεθαίνεις.
…
Πάει καιρός που δεν τριγύρισα εδώ μέσα. Όχι πως δεν είχα να γράψω, κάθε άλλο. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο λέξεις. Δεν γράφω συχνά τα τελευταία χρόνια, σχεδόν καθόλου. Παλιότερα γέμιζα τετράδια. Δεν ξέρω αν αυτό με καθιστά λιγότερο ή περισσότερο χαρούμενη, βέβαια. Η Μαρία Λαϊνά κάπου ερωτηθείσα ισχυρίζεται ότι «όταν πονάς δεν πρέπει να γράφεις. Πρέπει να απομακρυνθείς… αν γράψεις εν θερμώ θα γράψεις κουταμάρες.». Εγώ, πάντως, τις περισσότερες φορές όταν κάθομαι να γράψω, δεν πετάω κι από τη χαρά μου. Αυτό μπορεί και να σημαίνει ότι γράφω κουταμάρες.
Όπως και να’χει.
…
Έφτασα στην ηλικία που οι πρώτες άσπρες τρίχες κάνουν την εμφάνισή τους. Τις μέτρησα κιόλας. Είναι δύο όλες κι όλες, που επιμένουν να ξεφεύγουν από τις υπόλοιπες και να ξεχωρίζουν. Δε θα μου αρέσει να ασπρίσουν τόσο τα μαλλιά μου, που να πρέπει να τα βάψω, αν και φαντάζομαι, και λόγω γονιδίων, θα αργήσει να συμβεί αυτό. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλώς και μόνο γιατί μου αρέσει τόσο το φυσικό τους χρώμα, που μέχρι τώρα, δεν τα έχω βάψει ποτέ. Θυμάμαι τον Γ. εκείνα τα αργόσυρτα βράδια της β’ γαλλικής περιόδου, που πιάναμε την κουβέντα ως το πρωί σχεδόν, προσπαθώντας να εκμηδενίσουμε τα χιλιόμετρα, τη θάλασσα, τα βουνά και τα δάση που μας χώριζαν. «Κάποτε θα μεγαλώσεις, τα μαλλιά σου θα ασπρίσουν και σένα», μου έλεγε σχεδόν τρυφερά. Κι εμένα τότε, εννιά (κιόλας) χρόνια πίσω, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι όταν αυτό θα γινόταν, δε θα με ένοιαζε και τόσο, γιατί μας φανταζόμουν να μεγαλώνουμε μαζί. Ήμουν τότε 26 χρονών, πού να ‘ξερα. Κουταμάρες.
…
Τον τελευταίο καιρό διαβάζω, μεταξύ άλλων, τα γράμματα του Σεφέρη στη Μαρώ. Έχω τόσο απορροφηθεί από τον μικρόκοσμό τους, που καμιά φορά νομίζω ότι είμαι εγώ ο παραλήπτης. Πάνε χρόνια που δεν έστειλα και δεν έλαβα γράμμα, πόσω μάλλον ερωτική επιστολή. Τι κρίμα που οι άνθρωποι δε γράφουμε πια..! Της γράφει ο Σεφέρης σε ένα γράμμα: «Μ’ έκανες να σκεφθώ ένα πράγμα που σκεφτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία.» Πώς θα μπορούσε να μην τον ερωτευτεί, αλήθεια…
…
Συλλογίζομαι καμιά φορά πώς θα ήταν αν αποφάσιζα να ξαναφύγω, μου αρέσει να σκέφτομαι ότι υπάρχει πάντα αυτή η πιθανότητα (όπως και κάθε άλλη· οι πιθανότητες με κάνουν ευτυχισμένη). Με ενθουσιάζει ο πρώτος καιρός της προσαρμογής σε μια άλλη γειτονιά, πόλη, χώρα. Έχω πάντα αυτό το παράθυρο ανοιχτό. Κι ας είχα αποφασίσει την τελευταία φορά ότι δε θα ήθελα να ξαναφύγω μόνη. Με πιάνει πού και πού αυτή η αειφυγία και σκέφτομαι πως, έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε με κρατάει εδώ. Κι αυτό το τίποτα, βέβαια, σχετικό είναι. Μέσα σε αυτά τα εννιά τελευταία χρόνια εδώ, έχω χτίσει τη ζωή μου σε πολύ στέρεες βάσεις, έχω φίλους που γίνανε οικογένεια, δεσμούς με ανθρώπους που δύσκολα θα άφηνα πίσω. Μάλλον αυτό το τίποτα, όμως, δεν αναφέρεται σε αυτούς προφανώς. Όπως και να’χει.
«Μας μέλλονται, μπορεί, χίλια δυο πράγματα στη ζωή, μα το καθετί που έρχεται, αυτό μονάχα μετράει.»
…
Κουταμάρες.