κουταμάρες

Διαβάζοντας προηγουμένως ένα από τα βιβλία με ποιήματα που αγόρασα τις προάλλες, στάθηκα σε έναν στίχο που γέμιζε δυο ολόκληρες σελίδες:
«Όταν ονειρεύεσαι πράγματα που θα ζήσεις
Είναι σα να’χεις πεθάνει.»
Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν κάτι κάνω κατά κόρον, είναι αυτό.
Κι ύστερα χαμογέλασα, γιατί σκέφτηκα τη χθεσινή κουβέντα μας με τον Π. και τον φαντάστηκα να συμφωνεί με τον ποιητή και να μου το λέει με στόμφο.
Εγώ, βέβαια, εννοείται πως διαφωνώ.
Μπορεί να «φταίει» κι ο μπαμπάς μου, που με έμαθε από μικρή πως όταν πάψεις να ονειρεύεσαι, πεθαίνεις.

Πάει καιρός που δεν τριγύρισα εδώ μέσα. Όχι πως δεν είχα να γράψω, κάθε άλλο. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο λέξεις. Δεν γράφω συχνά τα τελευταία χρόνια, σχεδόν καθόλου.  Παλιότερα γέμιζα τετράδια. Δεν ξέρω αν αυτό με καθιστά λιγότερο ή περισσότερο χαρούμενη, βέβαια. Η Μαρία Λαϊνά κάπου ερωτηθείσα ισχυρίζεται ότι «όταν πονάς δεν πρέπει να γράφεις. Πρέπει να απομακρυνθείς… αν γράψεις εν θερμώ θα γράψεις κουταμάρες.». Εγώ, πάντως, τις περισσότερες φορές όταν κάθομαι να γράψω, δεν πετάω κι από τη χαρά μου. Αυτό μπορεί και να σημαίνει ότι γράφω κουταμάρες.

Όπως και να’χει.

Έφτασα στην ηλικία που οι πρώτες άσπρες τρίχες κάνουν την εμφάνισή τους. Τις μέτρησα κιόλας. Είναι δύο όλες κι όλες, που επιμένουν να ξεφεύγουν από τις υπόλοιπες και να ξεχωρίζουν. Δε θα μου αρέσει να ασπρίσουν τόσο τα μαλλιά μου, που να πρέπει να τα βάψω, αν και φαντάζομαι, και λόγω γονιδίων, θα αργήσει να συμβεί αυτό. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλώς και μόνο γιατί μου αρέσει τόσο το φυσικό τους χρώμα, που μέχρι τώρα, δεν τα έχω βάψει ποτέ. Θυμάμαι τον Γ. εκείνα τα αργόσυρτα βράδια της β’ γαλλικής περιόδου, που πιάναμε την κουβέντα ως το πρωί σχεδόν, προσπαθώντας να εκμηδενίσουμε τα χιλιόμετρα, τη θάλασσα, τα βουνά και τα δάση που μας χώριζαν. «Κάποτε θα μεγαλώσεις, τα μαλλιά σου θα ασπρίσουν και σένα», μου έλεγε σχεδόν τρυφερά. Κι εμένα τότε, εννιά (κιόλας) χρόνια πίσω, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι όταν αυτό θα γινόταν, δε θα με ένοιαζε και τόσο, γιατί μας φανταζόμουν να μεγαλώνουμε μαζί. Ήμουν τότε 26 χρονών, πού να ‘ξερα. Κουταμάρες.

Τον τελευταίο καιρό διαβάζω,  μεταξύ άλλων,  τα γράμματα του Σεφέρη στη Μαρώ. Έχω τόσο απορροφηθεί από τον μικρόκοσμό τους, που καμιά φορά νομίζω ότι είμαι εγώ ο παραλήπτης. Πάνε χρόνια που δεν έστειλα και δεν έλαβα γράμμα, πόσω μάλλον ερωτική επιστολή. Τι κρίμα που οι άνθρωποι δε γράφουμε πια..! Της γράφει ο Σεφέρης σε ένα γράμμα: «Μ’ έκανες να σκεφθώ ένα πράγμα που σκεφτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία.» Πώς θα μπορούσε να μην τον ερωτευτεί, αλήθεια…

Συλλογίζομαι καμιά φορά πώς θα ήταν  αν αποφάσιζα να ξαναφύγω, μου αρέσει να σκέφτομαι ότι υπάρχει πάντα αυτή η πιθανότητα (όπως και κάθε άλλη· οι πιθανότητες με κάνουν ευτυχισμένη). Με ενθουσιάζει ο πρώτος καιρός της προσαρμογής σε μια άλλη γειτονιά, πόλη, χώρα.  Έχω πάντα αυτό το παράθυρο ανοιχτό. Κι ας είχα αποφασίσει την τελευταία φορά ότι δε θα ήθελα να ξαναφύγω μόνη. Με πιάνει πού και  πού αυτή η αειφυγία και σκέφτομαι πως, έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε με κρατάει εδώ. Κι αυτό το τίποτα, βέβαια, σχετικό είναι. Μέσα σε αυτά τα εννιά τελευταία χρόνια εδώ, έχω χτίσει τη ζωή μου σε πολύ στέρεες βάσεις, έχω φίλους που γίνανε οικογένεια, δεσμούς με ανθρώπους που δύσκολα θα άφηνα πίσω.  Μάλλον αυτό το τίποτα, όμως, δεν αναφέρεται σε αυτούς προφανώς. Όπως και να’χει.
«Μας μέλλονται, μπορεί, χίλια δυο πράγματα στη ζωή, μα το καθετί που έρχεται, αυτό μονάχα μετράει.»

Κουταμάρες.

 

 

αυτό το πλοίο που όλο φτάνει

«Τώρα δεν είμαι τίποτα άλλο παρά συλλαβές. Άχρηστες συλλαβές που δεν οδηγούν ποτέ σε λέξεις.

Δεν γράφω πια. Γράφομαι.»

Σήμερα στο δρόμο προς τη δουλειά, ξαναδιαβάζοντας μετά από χρόνια τον Σταυρόπουλο, ήταν σαν να βρήκα την απάντηση στην προχθεσινή ερώτηση του Κ.
«πώς και δε γράφεις πια;»
Παλιότερα συνήθιζα να λέω πως αν δε γράφω τόσο συχνά, είναι ίσως γιατί ζω περισσότερο. Τώρα, που γράφω αυτές τις αράδες, δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι είναι όντως έτσι.
Τελευταία τελώ σε κατάσταση διαρκούς αναμονής. Έχω μια έντονη και διαρκή προσμονή βραχυπρόθεσμα για το (κάθε) επόμενο σαββατοκύριακο, μεσοπρόθεσμα για το επόμενο τριήμερο, μακροπρόθεσμα για τις διακοπές.
Ο χωροχρόνος μοιάζει να κινείται σε ευθεία γραμμή με διάσπαρτες ημερομηνίες-ορόσημα, κάποτε και εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν. Νιώθω σαν να κινούμαι στην SuperMario Land, κάθε βδομάδα είναι και μια νέα πίστα, κι εγώ πασχίζω να μαζέψω ζωές και να τερματίσω όσο γίνεται πιο αλώβητη αυτή την αναμονή. Διανύοντας τις τελευταίες πίστες τα εμπόδια μοιάζουν να αυξάνονται, το ίδιο όμως και το πείσμα μου να τα καταφέρω.
Φτάνοντας στο τέλος θα αναβοσβήνει με μεγάλα νέον γράμματα η επιγραφή: Let’s save pessimism for better times και στο φινάλε δε θα με περιμένει η πριγκίπισσα του Mario, αλλά αυτό το πλοίο που όλο φτάνει, η αδημονία θα’χει εκλείψει, θα είναι Αύγουστος, ο χρόνος θα διαστέλλεται αέναα και το βέλος του θα δείχνει προς μια ολοένα μειούμενη εντροπία.
Μέχρι τότε παίρνω βαθιές ανάσες και κάνω resume, έχοντας το βλέμμα συνεχώς στραμμένο σ’αυτή τη στιγμή ενός Αυγούστου που μοιάζει να ανακυκλώνεται στο διηνεκές.

 10989423_10153340964383799_462675800945162796_o

*τίτλος-μουσικό χαλί το ομώνυμο τραγούδι του Παύλου Παυλίδη.

Η ευτυχία υπάρχει.

Τα βράδια-κυρίως- που περπατώ την πόλη συλλογιέμαι διάφορα. Απόψε, ας πούμε, δεν έβαλα ούτε τα ακουστικά, ήθελα ν’ακούω τις σκέψεις μου και τους ήχους της πόλης αφιλτράριστους κι όχι εξωραϊσμένους μέσω μουσικής υπόκρουσης.
Τελευταία, από κουβέντες με φίλους, αλλά και από γενικότερη παρατήρηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, συμπεραίνω πόσος κόσμος πια μελαγχολεί κι αυτή η μελαγχολία αγγίζει ενίοτε και τα όρια της κατάθλιψης.
Συνάντησα τις προάλλες στο μετρό μια φίλη. Είχαμε να βρεθούμε κανα χρόνο, απ’το προπέρσινο καλοκαίρι που έτυχε να βρεθούμε στα ίδια νησιά. Χάρηκε, μ’αγκάλιασε, είπαμε γρήγορα-γρήγορα τα νέα μας, κατεβήκαμε μια στάση πριν την κανονική και στριμωχτήκαμε κάτω απ’την ομπρέλα μου για να περπατήσουμε το υπόλοιπο της κοινής μας διαδρομής. «Τι έκανες το καλοκαίρι, δε σε πέτυχα σε κανένα νησί!», της είπα χαριτολογώντας. «Το καλοκαίρι πέρασα μια μίνι κατάθλιψη, ήμουνα μέσα στο σπίτι κι έκλαιγα συνέχεια.» Ομολογώ πως όταν έκανα την ερώτηση, δεν ήταν αυτή η απάντηση που περίμενα. Ύστερα η συζήτηση ελάφρυνε, λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, «όλα καλά θα πάνε», της είπα. Γέλασε και μου’πε «πάντα η ίδια!».
Κάμποσες μέρες πριν, σε κουβέντα με έναν φίλο στο θέατρο, περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση, εξέφρασα περίπου την ίδια γνώμη: «όλα καλά θα πάνε». Κι όταν με ρώτησε πώς γίνεται να είμαι τόσο αισιόδοξη, κι απάντησα πως δεν είναι κάποια ιδιότητα με την οποία γεννιέσαι και πως θέλει δουλειά, «μπα», μου απάντησε, «εσένα είναι στο dna σου».
Δεν ξέρω τι καθιστά έναν άνθρωπο αισιόδοξο. Νιώθω μερικές φορές πως ίσως ο θετικά σκεπτόμενος άνθρωπος αντιμετωπίζεται από κάποιους και ως γραφικός, στην στραπατσαρισμένη εποχή που ζούμε. Λες και έχουμε τόσο εθιστεί στο σκοτάδι που η χαρά έχει καταντήσει κάτι σαν υπερδύναμη ή σαν κάτι που αφορά μόνο όποιον δεν έχει προβλήματα (και υπάρχει αυτός ο άνθρωπος; ). Εκείνο που ξέρω είναι ότι η ευτυχία δεν είναι μια πάγια κατάσταση, δεν είναι κάτι που έρχεται και μας βρίσκει και σίγουρα δεν είναι κάτι που διαρκεί επ’αόριστον. Αντιθέτως, πρέπει να την ανακαλύπτουμε, μάλλον να την εφευρίσκουμε, καθημερινά. Δεν είναι εύκολο, θέλει προσπάθεια, κόπο στην αρχή, όμως αν μάθεις να το κάνεις, δεν το ξεχνάς μετά ποτέ, γίνεται κάπως αυτόματα. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.
Μετά επιτάχυνα το βήμα κι έβαλα ραδιόφωνο. Γιατί ούτε και πολλή σκέψη χρειάζεται, θαρρώ.

image

[*Η φωτογραφία από την ταινία Her, του Spike Jonze]

κάτι σαν επιστροφή

 

Λείπω τόσον καιρό από’δω μέσα που δεν ξέρω πώς ν’αρχίσω.

Σήμερα στο λεωφορείο προς τη δουλειά, παρατηρώντας τον διπλανό μου, έκανα τη σκέψη ότι μου αρέσουν πολύ οι γκρίζες τριχίτσες που ξεπροβάλλουν στους κροτάφους των συνομηλίκων ή λίγο μεγαλύτερων από μένα αντρών. Τους κάνουν πολύ γοητευτικούς και μου γεννούν την παρόρμηση να απλώσω το χέρι μου και να τις χαϊδέψω.

Την ίδια ώρα λάμβανα ένα μήνυμα στο inbox από τον Α. Έγραφε «Καλή Χρονιά, ευχές μου οι επιθυμίες σου! Λάμπεις.» Χαμογέλασα τρυφερά. Πάνε δυο χρόνια που δεν ιδωθήκαμε, μόνο μέσω fb γράφουμε πού και πού δυο λέξεις, τα νέα μας στα γρήγορα. Κάποτε γράφαμε και κάρτες, σκέφτομαι πως θέλω να κάτσω μια από αυτές τις μέρες να του γράψω μία, που’χω τόσον καιρό.Τη διεύθυνσή του την κουβαλώ πάντα στο πορτοφόλι μου, για να μπορώ να του γράψω απ’ οπουδήποτε βρεθώ (όπως εκείνο το καλοκαίρι στην Αμοργό, που του’γραφα από την αμμουδιά της Γιάλης όσο περίμενα να ξυπνήσουν οι υπόλοιποι). Τα δύο τελευταία Χριστούγεννα που ήρθε στην Ελλάδα, εγώ έλειπα στην Ισπανία για τις γιορτές, και τον Αύγουστο, όταν τύχει να έρθει, για λίγες πάντα μέρες, εγώ συνήθως αλωνίζω στα νησιά. Τον σκέφτομαι πάντα όταν περπατώ βράδυ τη Βασ. Σοφίας, θυμάμαι την μακρινή πια εποχή (το ’07 ή το ’08 πρέπει να’τανε) που την ανεβαίναμε παρέα, γυρνώντας από το μάθημα υποκριτικής. Ομόνοια-Ευαγγελισμός με τα πόδια, να κάνουμε σχέδια για το μέλλον που τώρα πια είναι παρόν και τότε ούτε καν το υποψιαζόμασταν. «Λάμπεις». Πώς γίνεται μια τόσο φωτεινή λεξούλα να προκαλεί,εκτός από χαρά, και θλίψη; εμένα, πάντως, μου προκάλεσε (και) μια μικρή ήσυχη θλίψη.

Το 2016 προμηνύεται πολύ καλή χρονιά. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι πάντα αυτή τη σκέψη κάνω στην αρχή κάθε χρονιάς, αλλά και στο τέλος της, σε κάθε απολογισμό. Όλες καλές χρονιές μού φαίνονται. Υποθέτω ότι αυτό με καθιστά αισιόδοξη. Μάλλον και αυτό. Η Μ.απόψε μου είπε ότι είμαι ένας άνθρωπος που μόνο χαρά μεταδίδει (2 στα 2  σήμερα, σκέφτομαι πως οι φίλοι μου μ’αγαπούν και ζεσταίνεται η καρδιά μου). Όπως και να’χει, για να επιστρέψω σ’αυτό που ξεκίνησα να λέω, η χρονιά ξεκίνησε με καλούς οιωνούς: ένα ταξίδι, μια καλή ταινία (του Χριστόφορου, που με ξάφνιασε ευχάριστα), ένα βιβλίο που δε θέλω ν’αφήσω απ’τα χέρια μου (το «Γράμμα στον Κωστή» της Ξένιας Καλογεροπούλου – όταν μεγαλώσω θέλω να γεράσω όμορφα σαν αυτήν). Έθεσα και τους στόχους που, όπως πάντα, δε θα τηρήσω, αλλά καθόλου δεν πειράζει, και, μεταξύ άλλων, αποφάσισα (ή περίπου) να ξεκινήσω επιτέλους γράψιμο κι αυτή τη φορά να μην τα παρατήσω αν δεν ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Δεν ξέρω αν θα’ναι βιβλίο ή κάποιου είδους σενάριο, το πρώτο μάλλον, πάντως την υπόθεση την έχω ήδη κατά νου. Θα δούμε.

Για την ώρα χαίρομαι που ξαναβρέθηκα εδώ, είμαι ένας άνθρωπος που αγαπά να επιστρέφει.

 

 

 

καλοκαιρινό

DSC00008

Παρασκευή 1 Αυγούστου. Τελευταία μέρα πριν τις διακοπές στο γραφείο. Ο χρόνος δεν περνάει με τίποτα. 12:30 κι ίσα που προλαβαίνω να ψάξω τρέχοντας για καπέλο. Δε βρίσκω, αλλά δε βαριέσαι, θα πάρω στο νησί. Στο μετρό στις κυλιόμενες, μήνυμα: «Μόλις έφτασα. Στην αποβάθρα Μοναστηράκι. Σε περιμένω.». Τρέχω να προλάβω, να’μαι στην ώρα μου, αρχίζουν οι διακοπές! 

Το πλοίο ξεκινάει, η Αθήνα όλο και μικραίνει, τα άγχη, οι αγωνίες, οι προβληματισμοί, ο χειμώνας μένουν όλα πίσω. Η προπέλα ξεκινά και μαζί με το πλοίο θέτει σε κίνηση και το καλοκαίρι μου. Η αντίστροφη μέτρηση τελειώνει. Πειραιάς, point zero.

Κι ύστερα αρχίζουν οι ωραίες μέρες. Πρωινά στη βεράντα της Σοφίας και στο φούρνο της Γεωργούλας, ασπρόρουχα απλωμένα, ποδαρόδρομος κάτω από τον ήλιο και πλάι σε τιρκουάζ νερά, Φοίνικας, Ιταλίδα, Πορί, θάλλασες να τις πιεις στο ποτήρι, ένας κύριος βλέποντας με να διαβάζω το Καλοκαίρι στην παραλία μού πιάνει κουβέντα για τον Καμύ, με τον καπετάν Πράσινο στο Κάτω Κουφονήσι, στο Βενετσάνο για φαΐ και Rage-«πάλι εσύ κερδίζεις; μας έχεις σπάσει τα νεύρα, Monica,  ε Monica!», στην αποβάθρα καθισμένη με τα πόδια στο νερό περιμένοντας τη λάντζα της επιστροφής σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένη είμαι και σχεδόν τρομάζω, στο Σιρόκο οι άλλοι νυστάζουν κι εγώ επικεντρώνομαι στη συζήτηση της διπλανής τριάδας αγοριών σχετικά με τις γυναίκες και τις σχέσεις, στην ουρά για σουβλάκια στη Στροφή, νύχτες επεισοδιακές με επισκέπτες -«μα πού βρέθηκαν τόσες κατσαρίδες;;», τελευταίο βράδυ στα Καλάμια -«θα μ’ άρεσε να μείνω καμια 15αριά μέρες στο νησί, να χαλαρώσω τελείως», τελευταίο πρωί στο λιμάνι, το πλοίο μας αριβάρει, η Γ.  πρώτη φορά μένει πίσω κι αποχαιρετά, εμείς θα συνεχίσουμε, εκείνη περιμένει το δικό της πλοίο για Πειραιά. 

Το πλοίο φτάνει και νομίζω θα σκάσω από χαρά. Άλλο ένα καλοκαίρι στο νησί μου αρχίζει. Ο κυρ Δημήτρης λέει πως όσο πάω κι ομορφαίνω, η θεία Άρτα με ρωτάει αν η Γεωργία παντρεύτηκε, ο Αργύρης στο Πανόραμα μου λέει πως κάτι του θυμίζω, «έρχομαι χρόνια στο νησί» απαντώ με καμάρι, ο μπαρμπα Νικόλας εξακολουθεί ακμαιότατος, αν και εμφανώς γερασμένος, άλλο ένα πανηγύρι στη Λόζα, «Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ του χρόνου ποιος το ξέρει για θα πεθάνω για θα ζω για θα ‘μαι σ’ άλλα μέρη», ο Αντώνης κι ο Γιακουμής στο βιολί και στο τραγούδι, ατέρμονοι ανθρώπινοι κύκλοι και πρόσωπα μόνο χαμογελαστά, βουτιές από τα βράχια της Αγίας Άννας, στο Μούρο, στην Καλοταρίτισσα, στον Άγιο Παύλο, ξαπλώνω στη ζεστή αμμουδιά της Αιγιάλης και νιώθω να’χω βρει τη θέση μου στον κόσμο, βόλτες με το αμάξι που δεν τραβάει, το ραδιόφωνο αλλάζει σταθμό σε κάθε στροφή κι εμείς τραγουδάμε και γελάμε δυνατά, αγριοκάτσικα και ομίχλη στο δρόμο, το αμοργιανό πέραμα γεμίζει τα μάτια και την ψυχή μας, φαΐ μέχρι σκασμού και γέλια, ρακές ψημένες στον Αμόργιαλο κι άλλα γέλια, ασταμάτητος χορός στο Γιασεμί κι ακόμα περισσότερα γέλια, γέλια γενικώς μέχρι δακρύων, η ρακή του μοναστηριού είναι η καλύτερη, το Acqua Spirit δεν εκτελεί δρομολόγια από Νάξο προς Φολέγανδρο λόγω απώλειας δεξιάς έλικος κι εγώ απ’ τη μια λυπάμαι, μα απ’ την άλλη χαίρομαι που αλλάζω το εισιτήριο και μένω παραπάνω στο νησί που με τα χρόνια έγινε νησί μου.

Επιστροφή στον Πειραιά με βαριά καρδιά, η μόνη φορά που δεν αντέχω την Αθήνα είναι μετά την επιστροφή απ’τα νησιά – κατά τ’ άλλα, την υπεραγαπώ. Συνέχεια των διακοπών στο χωριό, γιορτές, τραπεζώματα και συνάξεις με το σόι, θάλασσα διαφορετική -«εδώ είναι ανοιχτή θάλασσα, και λίγο να φυσήξει, σηκώνει κύματα», επιτραπέζια με τα ξαδέρφια, εκδρομές, τα φασολάκια της γιαγιάς, τα πιο νόστιμα του κόσμου, βόλτα με τον παππού, βεγγέρες στην αυλή, τα φωτάκια της Χαλκιδικής απέναντι, ησυχία και δροσιά, ’90s μουσικές και κοκτέιλ στο αφτεράδικο της παραλίας.

Πίσω οριστικά στην Αθήνα, η παρέα ξαναμαζεύεται σταδιακα -«άντε, πού είσαι, πότε θα’ρθεις, μου έλειψες!», ζεστές μέρες, δροσερές (κάπως) νύχτες, η Ν. με το 2 μηνών μωρό της λίγο πριν επιστρέψει Αμερική να στάζει μέλι, καφές και σχέδια για ταξίδια με την Κ. λίγο πριν γυρίσει στην Ελβετία και το χειμώνα, χαλαρές βόλτες στον Βρούτο και στην πλατεία Προσκόπων, μπάνια στη Βουλιαγμένη μετά τη δουλειά, να διατηρήσουμε το μαύρισμα και την αίσθηση καλοκαιριού. Όχι, δεν τέλειωσε. Έχουμε ακόμα πολύ μπροστά μας ευτυχώς.

Her

Image

«Dear Catherine,

I’ve been sitting here thinking about all the things I wanted to apologize to you for. All the pain we caused each other. Everything I put on you. Everything I needed you to be or needed you to say. I’m sorry for that. I’ll always love you ’cause we grew up together and you helped make me who I am. I just wanted you to know there will be a piece of you in me always, and I’m grateful for that. Whatever someone you become, and wherever you are in the world, I’m sending you love. You’re my friend to the end.

Love, Theodore.»

Χθες πήγα, μετά από καιρό, μόνη μου σινεμά. Πήρα εισιτήριο, χώθηκα αναπαυτικά στη θέση μου και περίμενα ν’ αρχίσει η ταινία παρατηρώντας τους γύρω μου και μασουλώντας nachos με τυρί. Είναι απ’ τα πράγματα που μ’ αρέσει να κάνω με τον εαυτό μου, ήμουν ευτυχισμένη.
Το έργο ξεκινά με gros plan του Joaquin Phoenix, τον οποίο είχα να δω από το «Two lovers», ταινία που είχα λατρέψει και που τότε ήταν -υποτίθεται- η τελευταία ταινία του πριν παρατήσει την υποκριτική για να αφοσιωθεί στη ραπ (ευτυχώς για το σινεμά, αλλά και για τη μουσική, κάτι τέτοιο δεν έγινε).
Στο «Her»,  που διαδραματίζεται στο (κοντινό;) μέλλον, ο Theodore (Joaquin Phoenix), ένας μοναχικός επιστολογράφος, μετά τον χωρισμό του από τη σύζυγό του Catherine, ερωτεύεται τη Samantha, ένα λειτουργικό σύστημα (OS) σχεδιασμένο να καλύπτει κάθε του ανάγκη, και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Spike Jonze επιχειρεί με τρυφερότητα μια σπουδή στις σχέσεις, αλλά και στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου.
Γιατί και ποιον ερωτευόμαστε, τι πάει στραβά, τι λάθη κάνουμε στις σχέσεις κι άλλα τέτοια σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια του έργου, μέχρι που σε κάποια σκηνή η φίλη του πρωταγωνιστή Amy, ήρθε να μου «απαντήσει» ως εξής : «I think anybody who falls in love is a freak. It’s a crazy thing to do. It’s kind of like a form of socially acceptable insanity.»
Στο τέλος, βγαίνοντας από το σινεμά, στο μυαλό μου τριγύριζε η φράση της Samantha «The past is just a story we tell ourselves» κι η αλήθεια είναι πως ποτέ ως τώρα δεν το’χα σκεφτεί έτσι. Πως, με λίγη προσπάθεια, μπορεί κανείς ακόμη και το παρελθόν του να αλλάξει, αλλάζοντας απλώς και μόνο τη ματιά του στα γεγονότα. Σίγουρα δεν είναι απλό, ήταν όμως μια διαπίστωση ανακουφιστική, για κάποιο λόγο. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί ταύτιση με τον Theodore όταν μετά από ένα μάλλον αποτυχημένο ραντεβού λέει μεταξύ άλλων στη Samantha: «Sometimes I think I have felt everything I’m ever gonna feel, and from here on out I’m not gonna feel anything new… just… lesser versions of what I’ve already felt
Περπατώντας προς το σπίτι δεν άντεξα να μην κάνω τη σκέψη ότι μερικές φορές νιώθω σαν για τους άλλους να είμαι κι εγώ ένα καλοκουρδισμένο OS, αλλά δυστυχώς δεν ήταν κανείς δίπλα να μοιραστώ και να αναπτύξω τη σκέψη και να με διαψεύσει. Αυτή είναι, άλλωστε, η βλακεία όταν πας μόνος σινεμά, δεν έχεις μετά με ποιον να σχολιάσεις την ταινία που είδες (κι αυτό είναι το αγαπημένο μου όταν πάω σινεμά με παρέα!).
Αποφάσισα, πάντως, να μη δώσω συνέχεια, συμμεριζόμενη την Amy (και πάλι) : «You know what, I can over think everything and find a million ways to doubt myself. And since Charles left I’ve been really thinking about that part of myself and, I’ve just come to realize that, we’re only here briefly. And while I’m here, I wanna allow myself joy.» Ε ναι!

Μία παράσταση και μία ακόμη.

Κάθε πρωί, στο δρόμο για τη δουλειά, περνάω έξω από έναν παιδικό σταθμό. Το ίδιο και στην επιστροφή. Χθες το δρόμο μου «έκλεισε» ένα μικρό κοριτσάκι, ντυμένο στα ροζ, που ξέφυγε απ’ το χέρι της μαμάς του και βρέθηκε να περπατάει μπροστά μου στο πεζοδρόμιο, με μικρά, αβέβαια και ελαφρώς χοροπηδηχτά βηματάκια που έκαναν τη μικρή αλογοουρά της να ταλαντεύεται πέρα δώθε. Αντί να το προσπεράσω, επιβράδυνα και συνέχισα να περπατώ από πίσω της, χαμογελώντας. Και τότε σκέφτηκα κάτι που ποτέ ως τώρα δεν είχα σκεφτεί, εννοώ που ποτέ ως τώρα δε με είχε απασχολήσει απλώς και μόνο στη θέα ενός παιδιού: θα μπορούσα να είμαι μαμά της.
Ίσως να’ναι η «Γέρμα», που παρακολούθησα τη Δευτέρα, ίσως και όχι. Πάντως, όσο μεγαλώνω, συμβαίνει κάποιες φορές όλο και πιο έντονα να συνειδητοποιώ ότι, όσα κι αν έχει καταφέρει μια γυναίκα, όσα σημαντικά κι αν έχει με το σπαθί και την αξία της πραγματοποιήσει, εκείνο που την καταξιώνει στα μάτια της πλειοψηφίας των υπολοίπων γυναικών, είναι η μητρότητα. Το βλέπω στη συμπεριφορά ορισμένων (γυναικών, επαναλαμβάνω) συναδέλφων στη δουλειά, στην ευκολία με την οποία σχολιάζουν πικρόχολα με την πρώτη ευκαιρία τις συναδέλφους που δεν έχουν οικογένεια, το βλέπω στον περίγυρό μου, σ’ εκείνη τη θεία (η ίδια πάντα) που επιμένει να μου εύχεται να βρω ένα καλό παιδί να παντρευτώ, γιατί «δεν είναι ούτε τα πτυχία ούτε τα ταξίδια ούτε τίποτα, σαν τη χαρά ενός παιδιού». Και πάει λέγοντας. Μα πώς ο γάμος και τα παιδιά γίνεται να’ναι αυτοσκοπός και μέρος προγράμματος; Αφού για να μου συμβούν εμένα όλα αυτά (βρε θεία!), θα πρέπει πρώτα να γίνω εκστατικά ευτυχισμένη μαζί και δίπλα σ’ έναν άντρα. Να, σαν την ηρωίδα στο «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης»:
«Μετά την υποτροφία ήμουν σίγουρη πως ο κόσμος θα μεγάλωνε κι άλλο, πως θα γινόταν όσο μεγάλος έπρεπε, δηλαδή απέραντος- αλλά αργότερα, όταν η Μπίμπι έλεγε πως ήθελε να κατακτήσει το Μανχάτταν, εγώ σκεφτόμουνα πως δεν ήθελα να κατακτήσω τίποτα, ήθελα μόνο να δω όλες τις χώρες του κόσμου και να γίνω εκστατικά ευτυχισμένη, εκστατικά ευτυχισμένη μαζί και δίπλα κι απέναντι σ’ ένα αγόρι. Δεν ήθελα να τον παντρευτώ, ούτε ήθελα να είναι πλούσιος- ήθελα μόνο να με κάνει να γελάω και να ξέρει τ’αγαπημένα μου τραγούδια και να φιλάει ωραία και να θέλει κι αυτός να δει τον κόσμο. Και όλα αυτά ήταν δυσκολότερα απ’ το να κατακτήσει κανείς το Μανχάτταν- όμως τότε δεν το ήξερα. Δεν είχα ιδέα
Παρασύρθηκα, όμως. Πίσω στην παράσταση: τη βρήκα εξαιρετική. Καταρχάς σκηνοθετικά. Βοηθάει σίγουρα πολύ και το υπέροχο κείμενο του Λόρκα, όμως το πώς μέσα από μία και μόνο συρταριέρα ξετυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μας οι κάμποι, τα νερά, τα βουνά και τα χωριά της Ανδαλουσίας, το βρήκα μαγικό. Ύστερα οι ηθοποιοί. Μια ομάδα παιδιών περίπου στην ηλικία μου, κάποια και μικρότερα, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Η δε πρωταγωνίστρια ήταν συγκλονιστική. Η λαχτάρα της Γέρμα για το παιδί που δεν έρχεται («Κύριε, κάνε να ανθίσει το ρόδο μου, μη μου το κρύβεις στους ίσκιους«) και που τελικά την οδηγεί στην τρέλα, δε θα μπορούσε, νομίζω, καλύτερα να αποδοθεί. Ευτυχώς στην επιστροφή περπατήσαμε με τον Π. από το Γκάζι ως το Χίλτον, διαφορετικά δε θα ήξερα τι να το κάνω όλο αυτό το βάρος της παράστασης.
Χθες, πάλι, πήγαμε να δούμε το «Μαζί ποτέ» (καμία σχέση με το ομώνυμο κινηματογραφικό). Πάλι δύο νέοι ηθοποιοί που μας ταξίδεψαν στα πισωγυρίσματα μιας τοξικής σχέσης και του «σ’ αγαπώ, αλλά δε μπορώ να είμαι μαζί σου». Όμορφο κι αυτό. Ειδικά στον ανδρικό ρόλο διέκρινα κάποια θραύσματα του χαρακτήρα μου. Κι ας βιάστηκα να τον χαρακτηρίσω, στη μετέπειτα συζήτηση για την παράσταση, άρρωστο, αφού επέμενε να μένει κολλημένος σε μια αδιέξοδη σχέση. Αλλά έτσι είναι, όταν είναι κανείς πλέον «καθαρός», κρίνει εύκολα και εκ του ασφαλούς. Στα δύσκολα σημεία της παράστασης παρατήρησα το μπροστινό ζευγάρι να κρατιέται απ’το χέρι και το κορίτσι να’χει γείρει στον ώμο του αγοριού. Παραλίγο να μελαγχολήσω, αλλά ευτυχώς ο Π. στην επιστροφή έκανε ένα σχόλιο για την παράσταση, θετικό μεν, αλλά που, έτσι που το εξέφρασε, μου φάνηκε τόσο αστείο που ξέσπασα σε ασυγκράτητα γέλια μέχρι δακρύων. Κι ενώ δε γελάω εύκολα γενικά, το σκεφτόμουν και γελούσα μοναχή μου σα χαζό και στο δρόμο προς το σπίτι και σήμερα στο λεωφορείο προς τη δουλειά και μετά στο γραφείο, ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι γελάω! 🙂

ημερολόγιο καταστρώματος

Το βραδινό, χειμωνιάτικο και παντελώς άδειο από τραπεζοκαρέκλες κι ανθρώπους κατάστρωμα είναι ό,τι πιο όμορφο είδα τελευταία.
Μια απέραντη έκταση να τη διανύω μόνη, η θάλασσα μαύρη από κάτω ν’αφρίζει, ο αέρας να λυσσομανά και εγώ, κρατώντας σφιχτά με το ένα χέρι στην αγκαλιά μου τον Αλμπέρ, τη μόνη μου συντροφιά στο ταξίδι, και με το άλλο τα μαλλιά μου που στροβιλίζονται, χαζεύω τα φωτάκια κάποιας μακρινής ακτής και φαντάζομαι καλοκαίρια.
Μπαίνω ξανά στο εσωτερικό του πλοίου κι ένας καμαρότος σπεύδει να μου πει ότι αν θέλω, μπορώ να πάω από την άλλη πλευρά, «εκεί που στεκόσουν φυσάει πολύ», μου λέει. Ναι, αλλά μ’ αρέσει, σκέφτομαι.
Ακριβώς το ίδιο είχα απαντήσει το καλοκαίρι, στην Ανάφη, το βράδυ που γνώρισα τον Γ. και χαζεύαμε τον γαλαξία κι ο αέρας φύσαγε σαν τρελός κι εγώ πάλι κρατούσα τα μαλλιά μου. «Γιατί δεν τα πιάνεις αλογοουρά;» μ’είχε ρωτήσει. «Μ’αρέσει η αίσθηση του αέρα στα μαλλιά μου», του΄χα πει. Κι όταν εκείνος άπλωσε το χέρι του και κράτησε τα μαλλιά μου, «δεν πειράζει», του είπα, «μην παιδεύεσαι, έτσι που φυσάει δε στέκονται με τίποτα». «Μα μ’ αρέσει», είχε απαντήσει. Ύστερα τραβήξαμε ο καθένας το δρόμο του.
Στο σαλόνι του πλοίου κι ύστερα στην καμπίνα, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, διαβάζω τον Αλμπέρ και στέκομαι στην εξής φράση: «Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά φτάνουν μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τέλειωσε ποτέ…Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θα’πρεπε ν’αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα.»

❝ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ❞

❝ Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται….❞

Θα’θελα στη χώρα μου να μην υπήρχαν «ξένοι», να μην τους αντιμετωπίζαμε ως τέτοιους. Θα’θελα η επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» να ‘χε ως στόχο αυτό ακριβώς που υποδηλώνει τ’ όνομά της και όχι το ακριβώς αντίθετο. Κι ακόμα- μιας και όλα αυτά είναι, δυστυχώς, στη σφαίρα του ιδεατού-  θα’ θελα να μπορούσαμε να συνυπάρχουμε αρμονικά με τους συνανθρώπους μας, παρα τις όποιες διαφορές φυλής, γλώσσας, θρησκείας.
Απ΄την Τετάρτη που’δα τον κύριο Lazhar στο σινεμά, δε μπορώ να ησυχάσω. Σκέφτομαι τους κύριους Λαζάρ  σε κάθε χώρα, σε κάθε γειτονιά, το πόσα έχουν υποφέρει και ποια τραγική ιστορία κουβάλησε τον καθέναν απ’ αυτούς στα μέρη μας. Που αντί να τους αγκαλιάσουμε για όσα έχουν περάσει, κάποιοι τους χαρακτηρίζουν «υπανθρωπους», τους διώχνουν κακήν κακώς, τους καταδιώκουν, τους μισούν. Τόσο μένος απ΄τη μια και τόση κοινωνική ανοχή σ’ αυτό απ’ την άλλη. Θλίβομαι βαθιά. Δε θέλω μια Ελλάδα για τους Έλληνες, θέλω μια Ελλάδα για όλους.
Χάζευα το μεσημέρι απ’ το μπαλκόνι την ταράτσα του απέναντι δίπατου σπιτιού, που το νοικιάζει μια οικογένεια απ’ την Αίγυπτο. Κάθονταν όλοι μαζί με φίλους ή συγγενείς γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, έτρωγαν, μιλούσαν, γελούσαν και έφταναν ως τ’ αυτιά μου άγνωστοι ήχοι, αραβικές λέξεις δυσπρόφερτες και ακατανόητες, μια όμορφη φασαρία. Τους θυμάμαι από τότε που πρωτομπήκαν στο σπίτι, ο άντρας δεν έχει αλλάξει, θυμάμαι την γυναίκα έγκυο, ύστερα τα δίδυμα-ένα αγόρι κι ένα κορίτσι-  να μπουσουλάνε, να σκαρφαλώνουν στα κάγκελα της βεράντας ώσπου τους ανάγκασαν να βάλουν σίτα για προστασία, θυμάμαι τα γλέντια τους κάτι καλοκαιρινά βράδια να γεμίζουν τη γειτονιά με ήχους ανατολίτικους και τις γυναίκες με τα μαντίλια να χορεύουν καθώς οι άντρες χτυπούσαν παλαμάκια. Στην αρχή νοίκιαζαν μόνο ένα δυο δωμάτια, με τον καιρό και καθώς τα δίδυμα μεγάλωναν, έπιασαν όλο τον πρώτο όροφο και την ταράτσα. Δεν κάνουν πια τόσο συχνά γιορτές, όμως φαίνονται ευτυχισμένοι. Τώρα κοιτώ τα δίδυμα αδερφάκια  και σκέφτομαι πόσο  μεγάλωσαν, πώς γίνεται να’χουν περάσει τόσο γρήγορα τα χρόνια. Και πως δε θέλω ποτέ να φύγουν, θέλω να’μαστε για πάντα γείτονες, να μοιραζόμαστε τις καθημερινότητές μας και στον αέρα να μπερδεύονται τα γέλια και οι μουσικές μας. Για πάντα.

soul kitchen

Είναι μέρες που τη βγάζω με γάλα και δημητριακά, άντε και καμια γρήγορη σαλάτα ή κανένα τοστ, αν όχι κάτι έτοιμο απ’ έξω, γιατί -όσο να πεις- είναι βαρετό να μαγειρεύεις για τον εαυτό σου μόνο. Έτσι κι αλλιώς, αν κάτι υπάρχει πάντα μα πάντα στο ψυγείο, αυτό είναι γάλα και τυριά- θα μπορούσα να ζω τρώγοντας μόνο τυριά: φέτες, γραβιέρες, ροκφόρ, κατσικίσια, παρμεζάνες, πεκορίνο…οτιδήποτε. Και θα’μουν ευτυχισμένη.
Χθες πάντως, δεν ήταν τέτοια μέρα. Γύρισα απ’ τη δουλειά νωρίς, έβαλα τη Fitzgerald και τον Armstrong να παίζουν -κάθε που φινοπωριάζει κι οι μέρες παίρνουν να μικραίνουν η Verve στο σπίτι έχει την τιμητική της- και μαγείρεψα μοσχάρι φιλέτο και πατάτες με μουστάρδα, μέλι και δενδρολίβανο. Είναι μια συνταγή που δεν την είδα πουθενά, απ’ αυτές που δοκιμάζεις να κάνεις με ό,τι υπάρχει στο σπίτι και χωρίς αναλογίες συγκεκριμένες. Και το πιο σημαντικό, είναι μια από τις συνταγές της β’ γαλλικής περιόδου μου, τότε  πρωτοδοκίμασα να τη φτιάξω. Η μυρωδιά και μόνο αυτού του φαγητού με πάει στα 20κάτι τετραγωνικά μου, νομίζω πως θ’ ανοίξω το παράθυρο και θα δω τις γνώριμες κεραμιδοσκεπές και το ποτάμι να ασημίζει στο βάθος, τα ψηλά δέντρα της rue de Londres και τα παιδάκια του απέναντι École Internationale να ξεχύνονται στο δρόμο τιτιβίζοντας.
Είναι απίστευτο το πόσα ταξίδια μπορεί κανείς να κάνει με αφετηρία μια γέυση ή μια μυρωδιά.
Το απόγευμα, γυρίζοντας απ’ το μάθημα,  είπα να διατηρήσω την αίσθηση της ίδιας περιόδου κι έκανα μακαρόνια με έτοιμο πέστο. Το  φαγητό αυτό πάντα μου θυμίζει ένα βράδυ που μιλάγαμε με την Κ. στο skype και λέγαμε πόσο ενθουσιασμένες ήμασταν που βρήκαμε βίδες που βράζουν σε 3 λεπτά κι ήταν το πιο γρήγορο φαγητό που κάναμε τότε που οι μέρες μας μοιράζονταν σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, βιβλιοθήκες και βόλτες με το ποδήλατο.
Αργότερα το βράδυ ξανάβαλα την Ella και τον Louis, καθάρισα μήλα κι έκανα ένα crumble που τίποτα δε μου θυμίζει (ακόμα), αλλά που όσο το έφτιαχνα, ένιωθα πως βρίσκομαι σε μια κουζίνα στη Ν. Υόρκη του ’50, εποχή και πόλη  όπου θα’θελα να ζήσω, έστω για λίγο, όταν ανακαλυφθεί η μηχανή του χρόνου. Το έφαγα ζεστό με λίγο γιαούρτι δίπλα, βλέποντας αμερικάνικη ταινία του Scorsese. Η ζωή έχει πολλές ομορφιές, και μια απ’ αυτές είναι, λέω,  οπωσδήποτε το comfort food (που λένε και στο χωριό μας).